μέρα

μέρα
η день;

εργάσιμη μέρα — рабочий день;

μέρα αργίας — выходной день;

αυριανή (χτεσινή) μέρα — завтрашний (вчерашний) день;

κάθε μέρα — каждый день, ежедневно;

ολόκληρη μέρα — весь, целый день;

μετρημένες μέρ'ες — считанные дни;

έχω μέρες να σε δώ — я уже несколько дней тебя не видел; — я давно тебя не видел;

έκανα δυό μέρες να... — мне потребовалось два дня, чтобы...;

στο τέλος της μέρας — в конце дня, на исходе дня;

§ καλή μέρα (тж. καλημέρα)! — добрый день!;

μέρα -νύχτα — день и ночь, денно и нощно;

μέρα μεσημέρι — среди бела дня;

μιά ωρρία μέρα — в один прекрасный день;

μέρα με τη μέρα — с каждым днём, постепенно, со временем;

μέρα παρά μέρα — через день;

λίγες μέρες πρίν — несколько дней тому назад;

σε λίγες μέρες — через несколько дней;

αυτές τίς μέρες — а) на 'днях; — б) в эти дни;

από μέρα σε μέρα — а) изо дня в день; — б) со дня на день;

όσο περνάν οι μέρες — день ото дня;

η μιά μέρα μετά την άλλη — день за днём;

την άλλη μέρα — на другой, на следующий день;

την μέρα — днём;

είναι η μέρα μου — моя очередь, мой черёд;

σώθηκαν οι μέρες του — его дни сочтены;

η καλή μέρα απ' το πρωί φαίνεται — погов, хороший день утром красен; — какое утро, такой и день (удачный или неудачный)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Полезное


Смотреть что такое "μέρα" в других словарях:

  • μέρα — μέρᾱ , μέρα fem nom/voc/acc dual μέρᾱ , μέρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μέρᾱ , μέρος share neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρα — (I) η βλ. ημέρα. (II) μέρα, ἡ (Μ) μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μέρος με αλλαγή γένους]. (III) μέρα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὄμματα» …   Dictionary of Greek

  • μερά — η (Μ μερά) βλ. μεριά …   Dictionary of Greek

  • (η)μέρα — η 1. το χρονικό διάστημα από την ανατολή του ήλιου ως τη δύση του: Η ημέρα το καλοκαίρι διαρκεί περισσότερο από ό,τι το χειμώνα. 2. ο χρόνος που χρειάζεται η Γη να κάνει μια περιστροφή γύρω από τον άξονά της, το εικοσιτετράωρο: Το ταξίδι κράτησε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • (εν)νιά(η)μερα — τα 1. μνημόσυνο που γίνεται την ένατη μέρα από το θάνατο κάποιου: Ήμασταν στα εννιάμερα του μακαρίτη. 2. γιορτή που γίνεται εννιά ημέρες μετά την Κοίμηση της Θεοτόκου, δηλ. στις 23 Αυγούστου. νιάμερα, τα και νιάμερα, τα και νιάημερα, τα και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άνω Μερά — Sp Ãno Merà Ap Άνω Μερά/Ano Mera L Kikladų ss. (Mikono s.) Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Άνω Μερά — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 1.335 κάτ.) της Μυκόνου. Βρίσκεται στο εσωτερικό του νησιού. Στην περιοχή βρίσκεται και η ονομαστή μονή Τουρλιανής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκόνου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • μέραι — μέρα fem nom/voc pl μέρᾱͅ , μέρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέραν — μέρᾱν , μέρα fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερέων — μέρα fem gen pl (epic ionic) μέρος share neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερῶν — μέρα fem gen pl μέρος share neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»